καθυποδούμαι

καθυποδούμαι
καθυποδούμαι, -έομαι (Μ)
(επιτατ. τού υποδούμαι) δένω καλά στα πόδια σανδάλια ή υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπο-δοῦμαι «δένω τα υποδήματά μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”